Όταν εμφανίζεται κάτι στον τύπο για την Ελλάδα και την Τουρκία, χρησιμοποιείται συνεχώς ο όρος 'προαιώνιοι εχθροί'. Κι όμως Έλληνες και Τούρκοι έζησαν αιώνες μαζί σε μία αυτοκρατορία, αλλά και μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας επίσης δε γινόταν πάντοτε λόγος για μίσος και οργή. Πέρασαν περίπου εβδομήντα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, πριν ξεσπάσει το 1897 ένας μικρής διάρκειας ελληνοτουρκικός πόλεμος, ο πρώτος από μια σειρά συγκρούσεων. Σ΄ αυτό το άρθρο εξετάζεται πώς αναπτύχθηκαν οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τα τελευταία εκατό χρόνια.
Το 1821 ξέσπασε στην Ελλάδα μια επανάσταση εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Μετά από αγώνα δέκα ετών αποκτά η χώρα την ανεξαρτησία της, παρά τις μεγάλες εσωτερικές διαιρέσεις και χάρη στην υποστήριξη της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Δημιουργήθηκε ένα μικρό κράτος που συμπεριλάμβανε την Πελοπόννησο, την Κεντρική Ελλάδα νότια της Θεσσαλίας και τις Κυκλάδες.
Οι αρχές ανέλαβαν να ενώσουν αυτήν την διαμελισμένη χώρα. Ένα από τα βοηθητικά μέσα γι' αυτό το σκοπό ήταν το δόγμα της Μεγάλης Ιδέας. Αυτό σήμαινε πως είχε κανείς στο νου του μια χώρα που θα συμπεριλάμβανε όλες τις περιοχές όπου κατοικούσαν μεγάλες ελληνικές κοινότητες. Ήταν μια ιδεολογία, η οποία αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε σε προβλήματα με το οθωμανικό κράτος στο οποίο κατοικούσαν μεγάλοι πληθυσμοί Ελλήνων, τόσο στη Μακεδονία και Ανατολία όσο και στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη.
Η Μεγάλη Ιδέα γαλουχήθηκε και από τις σκέψεις του ιστορικού Κων/νου Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία περί της συνέχειας του ελληνικού έθνους. Αυτή εσήμαινε ότι υπήρχε μια αδιάσπαστη γραμμή στην Ιστορία, από την κλασική αρχαιότητα μέσω του ελληνιστικού και βυζαντινού κράτους μέχρι τη νέα Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας η ελληνορθόδοξη εκκλησία, μέσα από τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και την παμπάλαια θρησκεία της, κράτησε αναμμένη τη φλόγα του ελληνικού πολιτισμού.
Το οθωμανικό κράτος λειτούργησε ως ο μεγάλος εχθρός από τον οποίο οι Έλληνες του αλυτρωτισμού έπρεπε να ελευθερωθούν. Ο εθνικισμός του 19ου αιώνα, του οποίου η Μεγάλη Ιδέα υπήρξε ένα σαφές συστατικό του, οδήγησε στη δραματική χειροτέρευση της θέσης των Οθωμανών Ελλήνων κατά το πρώτο τέταρτο του 20ου αι. Οι συγκρούσεις που προέκυψαν από τη Μεγάλη Ιδέα, όπως ο πόλεμος του 1897 και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1923, ως επίσης και η αναζωπύρωση του τουρκικού εθνικισμού από τον Μουσταφά Κεμάλ, έθεσαν τέρμα στη σχετικά ανεκτική συμβίωση των Ελλήνων και των Τούρκων.
Εν τούτοις η ενσάρκωση της Μεγάλης Ιδέας φάνηκε στα μισά του 19ου αι. μία απίθανη υπόθεση. Ακόμη και η επιβίωση της Ελλάδας ήταν αμφίβολη, αν η χώρα δεν προστατευόταν πλέον από τις Μεγάλες Δυνάμεις, κυρίως την Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Εξαιτίας της πίεσης των χωρών αυτών η Πύλη παρέδωσε το 1881 την εύφορη Θεσσαλία και ένα μέρος της Ηπείρου στην Ελλάδα.
Ο πόλεμος του 1897Η αφορμή για τον πόλεμο του 1897 υπήρξε η εξέγερση της Κρήτης, όπου η πλειονότητα του πληθυσμού ήθελε ένωση με την Ελλάδα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ξεσηκώθηκαν οι Κρήτες. Ήταν όμως για πρώτη φορά που η ελληνική κυβέρνηση υποστήριζε μια επανάσταση στην πράξη.
Η Κωνσταντινούπολη δεν επιθυμούσε και πολύ σύγκρουση με την Αθήνα, κάτι που φαίνεται από την πρόταση συμβιβασμού να δώσουν στην Κρήτη την αυτονομία της κάτω από οθωμανική κυριαρχία. Η Αθήνα απέρριψε την πρόταση αυτή, επειδή η Πύλη δεν μπορούσε να αποφύγει την κήρυξη πολέμου. Αρχές Απριλίου ξέσπασαν οι πρώτες αψιμαχίες κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων στη Θεσσαλία. Η ελληνική στρατιά πάντως εμφανίστηκε τόσο άθλια προετοιμασμένη, ώστε οι Οθωμανοί την κατατρόπωσαν με μεγάλη ευκολία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες άνοιξε ο δρόμος για την Αθήνα. Πάντως εκ νέου οι Μεγάλες Δυνάμεις, με πρώτη την Αγγλία ήρθαν προς βοήθεια των Ελλήνων.
Η Πύλη πιέστηκε φοβερά έτσι ώστε ο μικρός αυτός πόλεμος στο τέλος να τελειώσει με ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα. Οι Έλληνες ξέφυγαν με λίγες απώλειες: λίγους επανακαθορισμούς συνόρων και αποζημίωση για τις ζημιές στην Κωνσταντινούπολη. Η Κρήτη έγινε αυτόνομη κάτω από οθωμανική κυριαρχία και απέκτησε ακόμη ως κυβερνήτη τον Έλληνα πρίγκιπα Κωνσταντίνο.
ΜακεδονίαΤο Μακεδονικό Ζήτημα άρχισε να παίζει κάποιο ρόλο περίπου από το 1870 (βλ. Spiegel Historiael, 1996 nr. 2 ). Σ' αυτήν την κατοικημένη από πολλές εθνότητες περιοχή έζησαν Έλληνες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Επί πλέον πολλοί Έλληνες στο βασίλειο, με βάση την ήδη ονομαζόμενη θεωρία περί της συνέχειας, ένιωθαν ένα δυνατό δεσμό με τη Μακεδονία, ως πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878 αρχικά ορίστηκε ότι η Μακεδονία θα αποτελούσε μέρος ενός Μεγάλου Βουλγαρικού Κράτους. Στη διάσκεψη του Βερολίνου τη χρονιά εκείνη αποφασίστηκε εν τούτοις πως η περιοχή θα επέστρεφε στην οθωμανική κυριαρχία. Αυτό συνέβη κυρίως κάτω από την πίεση της Αγγλίας και Αυστρο-Ουγγαρίας, οι οποίες φοβήθηκαν μεγάλη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια μέσω ενός Μεγάλου Βουλγαρικού Κράτους, με πελατειακή σχέση.
Με λύπη είδαν οι Έλληνες πως οι Βούλγαροι, χωρίς να εγκαταλείψουν τις διεκδικήσεις τους στη Μακεδονία, δραστηριοποιήθηκαν ακόμη περισσότερο στον αγώνα τους για ένωση με τη Βουλγαρία. Στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα ξέσπασε ένας ανταρτοπόλεμος, στον οποίο είχαν εμπλακεί υποστηρικτές της βουλγαρικής υπόθεσης, οπαδοί της ένωσης με την Ελλάδα, αγωνιστές για μια ελεύθερη Μακεδονία, Σέρβοι, που επίσης εκδήλωσαν διεκδικήσεις, και οθωμανικά στρατεύματα.
Η ελληνική πλευρά υποστηριζόταν από την Ελλάδα, αρχικά από ιδιωτικούς οργανισμούς, αργότερα επίσης, αν και καλυμμένα, από την κυβέρνηση η οποία έστελνε αξιωματικούς και επέτρεπε ο αγώνας να κατευθύνεται από το ελληνικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό, πάντως, οδήγησε σε ανοιχτό πόλεμο με την Κωνσταντινούπολη μόλις το 1912.
Οι Βαλκανικοί ΠόλεμοιΌσο οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις ήσαν αποφασισμένες να διατηρούν το status quo των Βαλκανίων, ο ανταρτοπόλεμος ανέδειξε λίγους εθνικούς ήρωες στη Μακεδονία, αλλά με ελάχιστο πραγματικό αποτέλεσμα. Αυτό άλλαξε όταν η Αυστρο-Ουγγαρία και Ρωσία, απαραίτητες για τη διατήρηση του καθεστώτος, τσακώθηκαν άγρια για την αυστροουγγρική προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1908. Τα βαλκανικά κράτη Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και γρήγορα έκαναν διαπραγματεύσεις για συμμαχία. Τον Οκτώβριο 1912 ο στρατός του Μαυροβουνίου επετέθη κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη φορά αυτή, χωρίς να ενοχλούνται από τις προειδοποιήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, συμπαρατάχθηκαν και οι άλλες τρεις χώρες με τον πολεμοχαρή νάνο του Μαυροβουνίου. Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός.
Ο άθλια εξοπλισμένος οθωμανικός στρατός σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα νικήθηκε, αλλά η Βουλγαρία δυσαρεστήθηκε πολύ με το αποτέλεσμα του αγώνα, επειδή κατάφερε να κατακτήσει μόνο ένα 10% από το έδαφος της Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι έπρεπε να συγκρουστούν με την τακτική τουρκική στρατιά. Αυτό επέτρεψε την Ελλάδα και την Σερβία να κατακτήσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της Μακεδονίας. Η Σόφια αποφάσισε να δράσει. Τον Ιούνιο του 1913 επετέθη εναντίον των παλαιών συμμάχων της. Αυτοί βοηθήθηκαν από τη Ρουμανία, η οποία διαισθάνθηκε εύκολο εδαφικό κέρδος, και από την Τουρκία, η οποία, μ' αυτόν τον τρόπο, ήθελε να κερδίσει κάτι από τις απώλειές της. Αυτή η υπερδύναμη ανάγκασε την Βουλγαρία γρήγορα να καταρρεύσει. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου διαμοιράστηκε εκ νέου η Μακεδονία, από την οποία Έλληνες και Σέρβοι πήραν τη μερίδα του λέοντος. Η Βουλγαρία ,αν και χαμένη, πήρε τη Δυτική Θράκη. Η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου ενώθηκαν τελικά επίσημα με την Ελλάδα.
Το γεγονός ότι τα Βαλκάνια δεν ξαναηρέμησαν έκτοτε, αποδείχτηκε δυο χρόνια μετά τα γεγονότα του Σεράγεβου, τα οποία οδήγησαν στο ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Συνθήκη της ΛοζάννηςΣ' αυτόν τον πόλεμο η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως επίσης και η Βουλγαρία επέλεξαν την ένωση με τις Κεντρικές Δυνάμεις, δηλ. με το αυστροουγγρικό-γερμανικό στρατόπεδο. Η Ελλάδα μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στις Κεντρικές Δυνάμεις και στους Δυτικούς Συμμάχους. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α', ο οποίος ασκούσε μεγάλη επιρροή στην εξωτερική πολιτική, υποστήριζε την ουδετερότητα. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κατεχόταν από την εμμονή της Μεγάλης Ιδέας. Ήταν θερμός υποστηρικτής της σύμπραξης με τους Δυτικούς Συμμάχους. Κατά την άποψή του αυτό θα έδινε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς με τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό σχετικά με τη Μακεδονία και να δώσουν ένα καλό μάθημα στους Τούρκους, πράγμα που θα έφερνε την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας ακόμη πιο κοντά. Η αντίθεση ανάμεσα στον Βασιλιά και τον Πρωθυπουργό ξεσήκωσε μια οξεία εσωτερική διαμάχη που κατέληξε σχεδόν σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Βενιζέλος για λίγο ακόμη διάστημα προΐστατο, με τις ευλογίες των Δυτικών Συμμάχων, μιας αντιπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη.
Τελικά ο Βασιλιάς ενέδωσε κάτω από φοβερή πίεση και η Ελλάδα το 1917 τάχθηκε με τους Δυτικούς Συμμάχους. Αυτοί υπαινίχθηκαν πως η Ελλάδα θα μπορούσε να περιμένει ως ανταμοιβή τη Βόρεια Ήπειρο, τα Δωδεκάνησα(με εξαίρεση τη Ρόδο) και μια ζώνη της Δυτικής Μικράς-Ασίας.
Μετά τη συμφωνία του Μούδρου για κατάπαυση του πυρός (Οκτώβρης 1918) η Ελλάδα κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, ενώ το 1919 με την άδεια των Δυτικών Συμμάχων έστειλε στρατεύματα στη Σμύρνη, η οποία καταλήφθηκε μαζί με τη γύρω περιοχή. Με τη συνθήκη των Σεβρών ορίστηκε ότι η περιοχή γύρω από τη Σμύρνη θα διοικούνταν για πέντε χρόνια από την Ελλάδα, αν και επίσημα θα παρέμενε κάτω από τουρκική κυριαρχία. Μετά από πέντε χρόνια, ένα τοπικό συμβούλιο θα όριζε αν η περιοχή θα γινόταν για πάντα ελληνική ή θα δινόταν πίσω στην Τουρκία.
Η συνθήκη των Σεβρών χαιρετίστηκε στην Αθήνα με ζητωκραυγές, αλλά η χαρά κράτησε μόνο για λίγο. Η κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη φάνηκε πως έχασε τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους της χώρας. Στην Άγκυρα σχηματίστηκε μια τουρκική κυβέρνηση από φανατικούς εθνικιστές που προήλθαν από την κίνηση των Νεότουρκων με αρχηγό τον Μουσταφά Κεμάλ. Η συνθήκη δεν επικυρώθηκε ποτέ. Σύντομα θα οδηγούσε σε έναν αιματηρό ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είχε ήδη τις επιπτώσεις του στους Οθωμανούς Έλληνες, οι οποίοι άρχισαν να υποφέρουν από την αυξανόμενη επιθετικότητα από την πλευρά της τουρκικής εξουσίας. Η άνοδος του Μουσταφά Κεμάλ σήμαινε μία περίοδο ανοιχτής και αιματηρής καταδίωξης των Ελλήνων της Ανατολίας, οι οποίοι ήδη κατοικούσαν σχεδόν 2000 χρόνια στη δυτική ακτή της Τουρκίας και στην βόρειο-ανατολική περιοχή, τον ονομαζόμενο Πόντο. Είναι δύσκολο να πει κανείς επακριβώς πόσοι έπεσαν θύματα της τρομοκρατίας. Το πιο πιθανό είναι ότι ήσαν περισσότεροι από τριακόσιες χιλιάδες.
Η αυξανόμενη δύναμη των Κεμαλιστών οδήγησε το Μάρτιο του 1921 σε μια μεγάλη ελληνική επίθεση προς την περιοχή της Άγκυρας. Σκοπός της ήταν η εξόντωση του Μουσταφά Κεμάλ και μ' αυτόν τον τρόπο η εξασφάλιση της ελληνικής θέσης στη Μικρασία. Οι Έλληνες υπολόγιζαν στη βοήθεια των Δυτικών Συμμάχων. Βασίστηκαν στην προφορική υποστήριξη του Άγγλου Πρωθυπουργού, Γεωργίου Λόυδ. Εν τούτοις η Γαλλία και η Ιταλία δεν βοήθησαν την ελληνική ενέργεια και γι' αυτό η Αγγλία , όταν έφθασε η στιγμή, παρ' όλες τις ωραίες υποσχέσεις, δήλωσε αυστηρά ουδέτερη. Η ελληνική επίθεση σταμάτησε λίγο πριν από την Άγκυρα. Το επόμενο καλοκαίρι οι Τούρκοι έκαναν αντεπίθεση που κατέληξε σε ολοκληρωτική ήττα της ελληνικής στρατιάς. Κατά τη διάρκεια της καταστροφής της Σμύρνης που ακολούθησε, όπου χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι έχασαν τη ζωή τους, οι Δυτικοί Σύμμαχοι παρακολουθούσαν αδρανείς.
Η τουρκική νίκη, που στην Ελλάδα είναι γνωστή ως η Μεγάλη Καταστροφή, έσβησε κυριολεκτικά τη Μεγάλη Ιδέα. Η συνθήκη της Λοζάννης που υπογράφτηκε τον Ιούλιο 1923 συνετέλεσε ώστε η Ελλάδα να χάσει ένα μεγάλο μέρος από τα εδάφη της που είχε κερδίσει με τη συνθήκη των Σεβρών. Η ανατολική Θράκη ξαναεπέστρεψε σε τουρκικά χέρια και όσο για την παράδοση της Βορείας Ηπείρου και των Δωδεκανήσων δεν έγινε καν λόγος. Αυτά τα μέρη παρέμειναν στην Αλβανία και Ιταλία αντίστοιχα. Μόλις το 1948 η Ιταλία παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Εν τούτοις οι Έλληνες το 1923 κράτησαν τη Δυτική Θράκη.
Πολύ δραματικές συνέπειες είχε ο ορισμός της συνθήκης, σύμφωνα με τον οποίο ο ελληνο-ορθόδοξος πληθυσμός της Μικράς Ασίας(εκτός από τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και των νησιών Ίμβρου και Τενέδου) έπρεπε ν' αναχωρήσει για την Ελλάδα και οι Μουσουλμάνοι της Ελλάδας (εκτός απ' αυτούς της Δυτικής Θράκης) να απομακρυνθούν προς την Τουρκία. Σ' αυτήν την τεράστια εθνική εκκαθάριση είχαν εμπλακεί περίπου ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες Έλληνες και σχεδόν τετρακόσιες χιλιάδες Τούρκοι.
Ο Μεσοπόλεμος μέχρι τη συνθήκη της ΆγκυραςΗ Ελλάδα αντιμετώπιζε τώρα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, εξ- αιτίας της πολύ μεγάλης εισροής προσφύγων από τη Μικρά-Ασία. Στην Τουρκία έπρεπε η κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ να φροντίσει, πέρα από τους σωρούς ερειπίων του πολέμου, να ξανακτίσει μια νέα και δυναμική Τουρκία. Και οι δυο χώρες είχαν ανάγκη από ηρεμία και σταθερότητα στην περιοχή. Αν και μετά το 1924 έγιναν με πρωτοβουλία της Ελλάδας και της Ρουμανίας προσεχτικές προσπάθειες για οικονομική συνεργασία, που θα διαρκούσαν μέχρι το 1928, οπότε οι αμοιβαίες επαφές ξανάγιναν στενότερες.
Αυτό ήταν έργο του Βενιζέλου, του εξαφανισμένου από την πολιτική σκηνή για οκτώ χρόνια, ο οποίος τότε έγινε εκ νέου Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Εντωμεταξύ πεπεισμένος πως η Μεγάλη Ιδέα ανήκε για πάντα στο παρελθόν, άσκησε μία πολιτική που απέβλεπε σε καλύτερες σχέσεις με τους γείτονες της Ελλάδας. Αυτό οδήγησε σε μια ελληνοτουρκική προσέγγιση που επικυρώθηκε με τη συνθήκη φιλίας της Άγκυρας το 1930, με την οποία αναγνωρίστηκαν τα αμοιβαία σύνορα. Η συνθήκη αυτή επέφερε μία περίοδο καλών σχέσεων που διήρκεσαν μέχρι το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1934 έγινε ακόμη και μια αμυντική συμμαχία ανάμεσα στην Ελλάδα, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία, το ονομαζόμενο Βαλκανικό Σύμφωνο.
Το 1936 η Αθήνα συνυπέγραψε τη συνθήκη του Μοντρέ, με την οποία η Άγκυρα ξανάπαιρνε την πλήρη κυριαρχία των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου.
Η καλή ατμόσφαιρα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διαταράχθηκε με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και με την κατάληψη της Ελλάδας από τη Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία. Σύμφωνα με το Βαλκανικό Σύμφωνο έπρεπε η Τουρκία να βοηθήσει τους συμμάχους της. Εν τούτοις η Άγκυρα παρέμεινε ουδέτερη. Ήθελε, σκεπτόμενη τις καταστροφικές συνέπειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με κάθε τίμημα να μείνει έξω από τη μάχη.
Οι Έλληνες απογοητεύθηκαν με την τουρκική θέση και φοβήθηκαν πως η Τουρκία θα άρπαζε την ευκαιρία να καταλάβει τα νησιά του Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα. Πάντως η κατάσταση δεν πήγε τόσο μακριά. Τέλος του 1942 η Άγκυρα επέβαλε τον ονομαζόμενο varlik vergisi, ένα είδος φόρου περιουσίας που επιβάρυνε δυσανάλογα τις μειονότητες της χώρας, μεταξύ των οποίων και τους Έλληνες. Αυτός ο μεροληπτικός φόρος καταργήθηκε ήδη το 1943, αλλά όχι πριν χειροτερέψουν ακόμη περισσότερο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από την άλλη πλευρά η Τουρκία επέτρεψε να περάσουν πρόσφυγες από την Ελλάδα, μεταξύ αυτών και στρατιώτες, προς τα συμμαχικά εδάφη της Βόρειας Αφρικής και έστειλε μερικές φορές πλοία με τρόφιμα προς τη λιμοκτονούσα γειτονική χώρα (Ελλάδα).
Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του πολέμου οι Τούρκοι δύσκολα κατάφεραν να κρατήσουν σε ισορροπία την ουδετερότητα. Και μολονότι υπήρχαν επίσης οι δεσμεύσεις συνθήκης με την Αγγλία, φάνηκε αρχικά ότι οι Σύμμαχοι δε θα μπορούσαν έγκαιρα να βοηθήσουν την Τουρκία σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία. Μόνον όταν ο κίνδυνος ξεπεράστηκε και η Γερμανία είχε σχεδόν ηττηθεί, τότε η Άγκυρα κήρυξε τον πόλεμο κατά του Βερολίνου, το Φεβρουάριο 1945, για να μπορεί έγκαιρα να συμμετάσχει στο συνέδριο του Αγίου Φραγκίσκου για την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών.
Μετά τον πόλεμο, τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στα χέρια των Ελλήνων με τη συνθήκη των Παρισίων. Η Ελλάδα και η Τουρκία ξαναβελτίωσαν τις σχέσεις τους. Από τη μια μεριά με τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις ένιωθαν και οι δυο να πιέζονται από τον κομμουνισμό και ήξεραν ότι υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, από την άλλη πλευρά με τη βοήθεια Μάρσαλ, μέσω της οποίας ήσαν και οι δυο συνδεδεμένες με την ενδοευρωπαϊκή οικονομική συνεργασία. Η αγωνία για τα σχέδια του Στάλιν οδήγησε τις Ηνωμένες Πολιτείες προς το Δόγμα Τρούμαν, το οποίο προμηνούσε ένα τεράστιο οικονομικό και στρατιωτικό πρόγραμμα βοήθειας για την Ελλάδα και Τουρκία.
Το 1951 η Ελλάδα και Τουρκία έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ. Επίσης ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τη Γιουγκοσλαβία για οικονομική και στρατιωτική συνεργασία ,πράγμα που τελικά κατέληξε στη συνθήκη της Άγκυρας (1953) και του Μπλεντ (1954), με την οποία οι τρεις χώρες συνήψαν ένα στρατιωτικό σύμφωνο. Αυτό για την ώρα υπήρξε το υψηλότερο σημείο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Ένα χρόνο αργότερα δεν έμεινε τίποτε, παρ' όλες τις καλές προθέσεις.
Κύπρος και το Πρόβλημα ΑιγαίουΤο Κυπριακό Πρόβλημα προκάλεσε τη διάσπαση μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Η υποστήριξη της Ελλάδας στον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για ένωση, που σημαίνει ένωση του νησιού με την Ελλάδα , κίνησε το ενδιαφέρον στην Τουρκία για την τύχη της τουρκικής μειονότητας. Συγκεκριμένα όταν η ΕΟΚΑ, η κίνηση για ένωση της Ελλάδας με την Τουρκία, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει βία. Τότε, το Σεπτέμβριο 1955 εξερράγη βόμβα στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη, μια επίθεση η οποία, όπως ο προηγούμενος πρωθυπουργός Μεντερές παραδέχτηκε αργότερα, οργανώθηκε από την τουρκική κυβέρνηση και οδήγησε στους διωγμούς των Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης. Ως αποτέλεσμα αυτού υπήρξε μια νέα έξοδος Ελλήνων προσφύγων.
Στην Κύπρο φάνηκε το πρόβλημα να φτάνει σε κάποια λύση, όταν το νησί το 1960 απέκτησε την ανεξαρτησία του από τη Μ. Βρετανία. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώθηκε η διοίκηση του νέου κράτους, υπήρξε, παρ΄ όλα αυτά, η αφορμή για επανειλημμένες τριβές μεταξύ των κοινοτήτων, οι οποίες με τη σειρά τους προξένησαν ξανά εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Το 1964 ξέσπασε μια κρίση στην Κύπρο κατά την οποία η τουρκική αεροπορία προξένησε βομβαρδισμούς, σχεδόν πόλεμο μεταξύ των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ. Μόνο μετά από μεγάλη πίεση οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν να τον σταματήσουν. Το 1974 η κυβέρνηση των Συνταγματαρχών, κάτω από την οποία στέναζε τότε η Ελλάδα, οργάνωσε ένα πραξικόπημα στην Κύπρο εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης. Αν και η κατάληψη της εξουσίας απέτυχε, αυτό στάθηκε αφορμή για την Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο και να καταλάβει στρατιωτικά το βόρειο τμήμα του νησιού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξανά, μετά από πολύ πίεση, κατάφεραν να εμποδίσουν την τελευταία στιγμή έναν πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Η τουρκική κατοχή εξακολουθεί να διαρκεί ακόμη και δημιουργεί ένα τεράστιο εμπόδιο στη βελτίωση των σχέσεων.
Οι εντάσεις γύρω από την Κύπρο προξένησαν ακόμη μερικές συγκρούσεις τις οποίες όλες μαζί θα μπορούσε να ονομάσει κανείς "Πρόβλημα Αιγαίου". Αυτό μαζί με το Κυπριακό καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις άσχημες σχέσεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι σημαντικότερες διαφωνίες είναι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και ο ελληνικός εναέριος χώρος, καθώς επίσης η στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου Πελάγους και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Τα ελληνικά χωρικά ύδατα εκτείνονται σε έξι ναυτικά μίλια από την ακτή, αλλά η Αθήνα διατηρεί το δικαίωμα μετά από συμφωνία της διάσκεψης του Μοντέγκο Μπέι (1982), να τα επεκτείνει στα δώδεκα ναυτικά μίλια. Η Τουρκία, που δεν έχει επικυρώσει τη συμφωνία του Μοντέγκο Μπέι, ανακοίνωσε ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων σημαίνει αιτία πολέμου (casus belli). Η τουρκική πλευρά φοβάται πως το Αιγαίο Πέλαγος θα μετατραπεί σε ελληνική εσωτερική θάλασσα, ένας φόβος που συνδέεται άμεσα με τη διαμάχη για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Επειδή υπάρχει η υπόνοια πως βρίσκεται εκεί πλούσιος υπόγειος πλούτος, διεκδικούν και οι δύο χώρες το μεγαλύτερο κομμάτι της υφαλοκρηπίδας.
Ο καβγάς για τον εναέριο χώρο συνίσταται στο ότι η Ελλάδα διεκδικεί μια ζώνη δέκα μιλίων από την ακτή, ενώ η Τουρκία κρατά μια ζώνη έξι μιλίων. Στην αμφισβητούμενη περιοχή τουρκικά και ελληνικά πολεμικά αεροπλάνα καταδιώκονται μεταξύ τους σε μόνιμη βάση, και έτσι μπορεί ν' ακούει κανείς καθημερινά ειδήσεις για παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Τις περισσότερες φορές οι παραβιάσεις περιορίζονται σε αψιμαχίες, αλλά μερικές φορές κάτι πάει πράγματι στραβά, όπως τον Ιούνιο 1992, όταν ένας Έλληνας πιλότος έχασε τη ζωή του.
Η Τουρκία διαμαρτύρεται έντονα εναντίον της στρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών κατά μήκος της τουρκικής ακτής. Εν τούτοις η Ελλάδα επιμένει ότι έχει το δικαίωμα, με βάση τη συνθήκη του Μοντρέ και σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, να πάρει μέτρα εναντίον εχθρικής απειλής. Η απειλή αυτή συνίσταται στη μεγάλη στρατιά η οποία στρατοπεδεύει στην τουρκική δυτική ακτή.
Το 1976 και 1978 η Ελλάδα έφερε το πρόβλημα Αιγαίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σ' αυτό το θέμα και έτσι είναι αδύνατη κάποια απόφαση. Η Τουρκία στοχεύει σε μια διμερή λύση, ενώ η Ελλάδα νομίζει πως, όντας ο ασθενέστερος εταίρος, θα επωφεληθεί φέροντας προς συζήτηση το ζήτημα σε διεθνές πλαίσιο.
Η Κύπρος και το Πρόβλημα Αιγαίου αποτελούν μια σταθερή πηγή εντάσεων. Μερικές φορές μειώνονται λίγο, όταν συντελείται μία σύντομη προσέγγιση μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας. Τις πιο πολλές φορές συμβαίνει αυτό υπό την πίεση των Ηνωμένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία η Ελλάδα εισήλθε το 1981. Ως παραδείγματα έχουμε τη συνάντηση του Νταβός μεταξύ των πρωθυπουργών Παπανδρέου και Οζάλ (1989) και την πρόσφατη διακήρυξη της Μαδρίτης από τον Έλληνα πρωθυπουργό Σημίτη και τον Τούρκο πρόεδρο Ντεμιρέλ. Ξαφνικά επεισόδια όπως αυτό στις βραχονησίδες Ίμια (άνοιξη 1997) και τα συνεχιζόμενα προβλήματα στην Κύπρο, με την οποία η Ελλάδα εν τω μεταξύ συνήψε σύμφωνο στρατιωτικής βοήθειας, εμπεριέχουν συνεχώς τον κίνδυνο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Η ελληνική αντίδραση για την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δε συμβάλλει επίσης στο θέμα των καλών σχέσεων. Παρ' όλα αυτά, η Ελλάδα δεν έχει αντιρρήσεις για τη μελλοντική είσοδο της Τουρκίας, μόλις επιλυθούν τα προβλήματα και από τις δύο πλευρές. Προς το παρόν μια λύση φαίνεται πολύ μακρινή, αλλά το παρελθόν μας έδειξε, πως, όταν υπάρχει η θέληση, μια ελληνοτουρκική συμφιλίωση δεν είναι τελείως αδιανόητη.
Μετάφραση από τα ολλανδικά: