Στις εφημερίδες της 6ης Δεκεμβρίου 2001 δημοσιεύθηκε μια ακόμη εξαγγελία του Υπουργείου Παιδείας για μεταρρύθμιση προγραμμάτων στο Νηπιαγωγείο, το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Ο κύριος σκοπός της μεταρρυθμίσεως θα είναι "η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών από την πρώτη τους επαφή με την εκπαιδευτική διαδικασία". Μάλιστα γίνεται λόγος για διαθεματική προσέγγιση των διδακτικών αντικειμένων με ειδική αναφορά στο μάθημα της Ιστορίας. Επιπλέον, η καθ. Σοφία Βούρη δηλώνει ότι τα βιβλία της Ιστορίας "αναπαράγουν την στείρα απομνημόνευση [...με αποτέλεσμα να μην] αναπτύσσεται η κριτική σκέψη των μαθητών".
Όλα αυτά τα ακούμε και τα διαβάζουμε συχνά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια και έχουμε γίνει μάρτυρες πολλών μεταρρυθμίσεων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά μόνο μιας στην τριτοβάθμια. Μία μεταρρύθμιση σχολικών προγραμμάτων δεν ξεκινάει από την συγγραφή νέων βιβλίων αλλά από την εξοικείωση του διδάσκοντα με τους νέους τρόπους σκέψεως, την χρήση νέων διδακτικών εργαλείων (π.χ. ψηφιακής τεχνολογίας) και την προσαρμογή του σε νέες διδακτικές μεθόδους. Άρα, η μεταρρύθμιση πρέπει να αρχίσει από το Πανεπιστήμιο για να μπορέσει σε λίγα χρόνια να περάσει και στο σχολείο. Αλλιώς, πτυχιούχοι που σαν μαθητές χρησιμοποίησαν την απομνημόνευση και σαν φοιτητές έγραφαν επιστημονικές εργασίες σαν να ήταν μια σχολική έκθεση (με συχνό το φαινόμενο της λογοκλοπής), θα συνεχίσουν να διδάσκουν την Ιστορία στο ίδιο πνεύμα, δηλαδή σαν μια σειρά χρονολογικών γεγονότων. Εάν δε μοιράσουν στους μαθητές τους και διαγράμματα του κάθε κεφαλαίου ή τους πουν να διαβάσουν και το απόσπασμα από την πρωτογενή πηγή που περιέχεται στο σχολικό βιβλίο, τότε πραγματικά πιστεύουν ότι χρησιμοποιούν νέο τρόπο διδασκαλίας στην Ιστορία. Η μεγάλη δυσκολία στην διδαχή της Ιστορίας είναι να μπορέσεις να ζωντανέψεις το παρελθόν έτσι ώστε να κάνεις τον μαθητή σου να το ζήσει για να το καταλάβει αλλά και παράλληλα να κατανοήσει τον σημερινό μας κόσμο.
Η μεταρρύθμιση στο Πανεπιστήμιο, όμως, έχει ως προϋπόθεση την λύση μιας σειράς ακαδημαϊκών προβλημάτων και υλικοτεχνικής υποδομής. Το κύριο μέλημα του διδακτικού προσωπικού των Ιστορικών Τμημάτων πρέπει να είναι η ενασχόληση του φοιτητή με τα ιστορικά προβλήματα των διαφόρων περιόδων (πηγές και απόψεις ιστορικών) αλλά και η εκπαίδευσή του στους τρόπους και τις μεθόδους διεξαγωγής επιστημονικής έρευνα. Ο φοιτητής πρέπει να εξοικειωθεί από το προπτυχιακό επίπεδο με την συγγραφή επιστημονικής εργασίας και μάλιστα όπως το απαιτεί η Ιστορική Επιστήμη, δηλαδή με πλήρεις (κατά το απαιτητικό αγγλοσαξονικό σύστημα) παραπομπές και βιβλιογραφία ελληνική και ξενόγλώσση. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει ότι θα έχει πανεπιστημιακούς δασκάλους που θα έχουν εκπαιδευτεί με αυτόν τον τρόπο και άρα θα μπορούν να κρίνουν την εργασία του σωστά. Ακόμη, απαιτεί την δημιουργία εκτεταμένων πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών έτσι ώστε να μην αναγκάζεται ο φοιτητής της Ιστορίας να απευθύνεται στις περιορισμένου βιβλιογραφικού εύρους δημοτικές βιβλιοθήκες. Επιπλέον, η χρήση ξενόγλωσσων βοηθημάτων και πηγών θα πρέπει να είναι επιβεβλημένη, τουλάχιστον από το πέμπτο εξάμηνο και μετά, διότι οι λίγες μεταφράσεις ιστορικών πηγών και βοηθημάτων στα ελληνικά δεν αρκούν. Έτσι λοιπόν μπορεί κάποτε να επιτευχθεί ο νέος τρόπος διδασκαλίας της Ιστορίας.
Μια μεταρρύθμιση στα σχολικά προγράμματα και βιβλία πρέπει να έχει έναν χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας για την ολοκλήρωσή της. Σκοπός της πρέπει να είναι η ενασχόληση διδασκομένων και διδασκόντων με ζητήματα και όχι με εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα γνώσεις. Τα ελληνόπουλα του 21ου αιώνα πρέπει να εξοπλισθούν με τις μεθόδους της αναλυτικής σκέψεως και με την γνώση των εργαλείων που απαιτούνται για την δημιουργία αναλυτικών μεθόδων. Συγκεκριμένα, η Ιστορία θα έπρεπε να τους διδάσκει τρόπους ευρέσεως πληροφοριών, σκέψεως, και κρίσεως παρά μια στείρα γνώση του τι έγινε πότε, που άλλωστε μπορεί κανείς να το βρει σήμερα πολύ εύκολα.