Πρόδρομος των ξενοδοχείων, υπήρξε το χάνι ή το πανδοχείο της εποχής. Κατά τη περίοδο της Τουρκοκρατίας και ειδικά μετά τη πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, τα πρώτα κτίσματα που έκαναν οι Τούρκοι, ήταν τα Καραβάν Σεράγια, που ονομάζονταν και Χάνια. Ο σκοπός τους υπήρξε μάλλον θρησκευτικός, γιατί όπως μας πληροφορεί ο Choiseul Gouffier στην είσοδο τους υπήρχαν επιγραφές του τύπου: Ο Παράδεισος είναι δι' εκείνους οι οποίοι οία την αγάπη τον θεού, σντηρούσι τους άπορους, τα ορφανά και τους σκλάβους.
Τα περισσότερα από τα Σεράγια, ήταν αφιερωμένα σε Ιερά Τεμένη, έτσι ώστε όλα τα έσοδα από τις προσφερόμενες υπηρεσίες, πήγαιναν στα ταμεία τους. Τα Σεράγια ήταν πολυτελείς πολυόροφες κατασκευές, με δεκάδες δωμάτια, πολλές αποθήκες αλλά και σταύλους, που με τη πάροδο του χρόνου καταστρέφονταν η ερειπώνονταν, επειδή δεν γίνονταν καμμία απολύτως συντήρηση. Τους φτωχούς ταξιδιώτες τους δέχονταν δωρεάν. Για τους εύπορους τα ενοίκια των δωματίων και οι τιμές του φαγητού ήταν πολύ χαμηλές.
Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν δύο μεγάλα Σεράγια, όπου οι ταξιδιώτες κατέλυαν δωρεάν. Όπως αναφέρει ο Δημητριάδης αυτά ήταν αφ' ενός μεν, το Μεγάλο Καραβάν Σεράγι (Buyuk Kervan Saray), αφ' ετέρου δε, το Μικρό Καραβάν Σεράγι (Kucuk Kervan Saray). Και τα δύο κτίστηκαν μεταξύ του 1498 και 1505 από τον Koca Mustafa που ήταν μπεηλέρμπεης της Ρούμελης. Στη θέση που βρισκόταν το Μεγάλο Σεράγι, στεγάζεται σήμερα η Δημαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ η θέση του Μικρού, είναι εντελώς άγνωστη.
Εκτός από τα Σεράγια που όπως προανέφερα η κατασκευή αυτών πήγαζε από το θρησκευτικό συναίσθημα των Τούρκων, υπήρχαν και τα χάνια ή πανδοχεία, που η ύπαρξη τους είχε καθαρά κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Τα περισσότερα ήταν Τούρκων ιδιοκτητών, ενώ αρκετά είχαν Έλληνες και Εβραίοι.
Τα περισσότερα χάνια ήταν κτισμένα σε επίκαιρα σημεία της Θεσσαλονίκης, στις εισόδους του Βαρδάρι και της Καλαμαριάς (σημερινή πλατεία Συντριβανίου), καθώς και στην εμπορική ζώνη της πόλης, κοντά στο Λιμάνι, στο Σιδηροδρομικό Σταθμό και αλλού.
Η αρχιτεκτονική τους κατασκευή ήταν σχεδόν η ίδια. Ήταν τετράγωνα κτίρια με μεγάλη αυλή που στο ισόγειο τους υπήρχαν οι σταύλοι, οι αποθήκες και τα εργαστήρια, ενώ τα δωμάτια που προορίζονταν για τους ταξιδιώτες, ήταν πάντα σιο πρώτο η δεύτερο όροφο. Ο Ν. Λέκκας στο βιβλίο του Η Ξενοδοχεία παρ' Έλλησιν, που έγραψε το 1924, κάνει διεξοδική περιγραφή της κατασκευής αυτών, και του τρόπου διαβίωσης των ταξιδιωτών και των ανθρώπων που εργάζονταν σ' αυτά.
Σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, τον 17° αιώνα υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη περί τα 16 χάνια. Το μεγαλύτερο ήταν το Sulu Han, ίδρυμα του Βαγιαζήτ Β', που υπήρχε ως τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο ίδιος αναφέρει και το Kursumlu Han, αλλά μόνο για την εποχή που ο ίδιος έκανε τις περιηγήσεις του.
Τον ίδιο αιώνα ο Katip Celebi αναφέρει το Suluca Han, το Mustafa Pasa Han και το Malta Hun. Το Suluca Han ο Χατζηϊωάννου το ταυτίζει με το περιβόητο Bosnac Han.
Ο Ν. Σχινάς, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, έγραψε στο Οδοιπορικό του, ότι το 1886 η Θεσσαλονίκη είχε 50 χάνια που μπορούσαν να στεγάσουν 10.000 στρατιώτες και 600 άλογα.
Εξ' άλλου γύρω στο 1880, τα περισσότερα χάνια της Θεσσαλονίκης, άρχισαν να χρησιμοποιούνται και σαν επαγγελματικές στοές, κάτι δηλαδή σαν τα σημερινά εμπορικά κέντρα. Έτσι μέσα στα χάνια συναντούμε πολλά εργαστήρια, γραφεία-πολλές φορές δε και ξενοδοχεία. Γεγονός όμως είναι ότι τα ελάχιστα ως ανύπαρκτα μέτρα ασφαλείας που υπήρχαν, γίνονταν αιτία τα συγκροτήματα αυτά να είναι ευάλωτα σε πυρκαγιές, κλοπές, πολλές φορές δε και σε φόνους και άλλα εγκλήματα κατά της ζωής και της περιουσίας.
Μέχρι το 1937, δεν υπήρχε επίσημο διάταγμα το οποίο να κατατάσσει τα χάνια σε κατηγορίες. Με το διάταγμα της 27ης Απριλίου/14ης Μαΐου 1937, Περί Εκδόσεως αδειών λειτουργίας, κατατάξεως και χαρακτηρισμού ξενοδοχείων, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις διακρίνονταν σε Πανδοχεία ή Χάνια, Ξενοδοχεία και Οικοτροφεία (πανσιόν). Τα Χάνια διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες, α) Εις τα διαθέτοντα δωμάτια μετά κλινών άνευ εγκαταστάσεων σταύλων δια τα ζώα. β) Εις τα διαθέτοντα δωμάτια μετά η άνευ κλινών και εγκαταστάσεις δια την περιποίησιν των ζώων.
Τα χάνια με τη πάροδο του χρόνου είτε μετατρέπονταν σε επαγγελματικές στοές, είτε λειτουργούσαν σαν πανδοχεία. Και βασική αιτία στην αλλαγή αυτή υπήρξε η εμφάνιση στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης των πρώτων ξενοδοχείων. Τα ξενοδοχεία που κτίστηκαν στη Θεσσαλονίκη από το 1870 και μετά, εξυπηρετούσαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ταξιδιώτη, αφού εκτός του ύπνου του παρείχαν φαγητό και διασκέδαση. Στα περισσότερα ξενοδοχεία λειτουργούσαν και εστιατόρια, αφού τα προτιμούσαν οι μόνιμοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, αλλά και καφενεία και ζυθοποιεία. Οι τιμές όμως των καταστημάτων αυτών ήταν πιο ακριβές από αυτές στα συνηθισμένα εστιατόρια και καφενεία με αποτέλεσμα να συχνάζουν σ' αυτά οι πιο εύπορες τάξεις τόσο των ταξιδιωτών, όσο και των μονίμων κατοίκων της πόλης.
Πολλά από τα ξενοδοχεία κτίστηκαν σε ανεξάρτητους χώρους, αλλά υπήρχαν και αρκετά που κτίστηκαν μέσα σε χάνια. Οι ιδιοκτήτες τους ήταν συνήθως και οι διευθυντές τους, αφού οι περισσότεροι από αυτούς δεν εμπιστεύονταν τη διαχείριση τους σε τρίτα πρόσωπα, αφ' ενός μεν γιατί δεν υπήρχαν κατάλληλα τέτοια, αφ' ετέρου δε, γιατί αν υπήρχαν δεν ήταν σε θέση να πληρωθούν ανάλογα με αυτά που πρόσφεραν. Εξαίρεση αποτελούσαν μερικοί ιδιοκτήτες πολυτελών ξενοδοχείων, που διόριζαν διευθυντές που ήταν γνώστες του αντικειμένου, αλλά και είχαν προϋπηρεσία σε μεγάλα ξενοδοχεία των Αθηνών και διαφόρων Ευρωπαϊκών πόλεων.
Στην υπηρεσία των περισσοτέρων ξενοδοχείων, δούλευαν νεαροί Χριστιανοί ή Οθωμανοί, οι οποίοι κέρδιζαν περισσότερα από τα φιλοδωρήματα των πελατών, παρά από τον πενιχρό μισθό τους. Και εδώ βέβαια υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Στα πολυτελή ξενοδοχεία της Προκυμαίας ή του Φραγκομαχαλά, οι υπάλληλοι ήταν μορφωμένοι και πολλοί από αυτούς είχαν δουλέψει σε αντίστοιχα ξενοδοχεία της Ευρώπης και της Αμερικής.
Στο τέλος του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο των Βαλκανίων και η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά τη Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Ένα συνονθύλευμα λαών, Ελλήνων, Τούρκων, Εβραίων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ιταλών, Άγγλων, Γάλλων, Αυστριακών και πολλών άλλων, έδιναν μια διαφορετική όψη στη πόλη που λίγα χρόνια αργότερα «φιλοξένησε» εξόριστο, τον πιο αιμοσταγή αλλά και πιο αξιόλογο Σουλτάνο των Ανακτόρων του Γιλδίζ Αβδούλ Χαμίτ Χάν Β', μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1909.
Στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη με φιδόσχημους δρόμους, γεμάτους με βρώμικα και λιμνάζοντα νερά. Όταν άρχισαν να κτίζονται τα μεγάλα ξενοδοχεία, η πόλη απέκτησε άλλη όψη. Όλη η κίνηση επικεντρώνονταν ιδίως τις νυκτερινές ώρες γύρω από τα μεγάλα ξενοδοχεία της προκυμαία;. όπου βρίσκονταν και τα γνωστά καφενεία Όλυμπος, Αλάμπρα, Ευρώπη, Αμέρικα και άλλα. Επειδή ακριβώς η περιοχή αυτή ήταν η βιτρίνα της Θεσσαλονίκης, γιατί ο περισσότερος κόσμος ερχόταν με πλοίο, ο Δήμαρχος αλλά και οι επιχειρηματίες φρόντιζαν να είναι πάντοτε καθαρή από σκουπίδια και λιμνάζοντα νερά.
Η περιοχή αυτή πλακοστρώθηκε από την Δημαρχία και έδωσε άλλη μορφή στη πόλη. Όταν μάλιστα ερχόταν στόλος, είτε Γαλλικός, είτε Αγγλικός, είτε Τουρκικός, οι επιχειρηματίες φρόντιζαν να σημαιοστολίζουν ανάλογα τα καταστήματα του και να κρεμούν ξενόγλωσσες επιγραφές με τις οποίες διαφήμιζαν τη μπύρα, το κονιάκ, το βερμούτ και άλλα ποτά.
Πριν το 1912, αλλά και μέχρι τη πυρκαγιά του 1917, η Θεσσαλονίκη ήταν μια Ευρωπαϊκή πόλη. Η κοσμική ζωή που στηρίζονταν στα πολυτελή ξενοδοχεία, στα μεγάλα καφενεία και ζυθοπωλεία, στα πανάκριβα εστιατόρια, έγινε ακόμα πιο έντονη στα 1915-1916, όταν αποβιβάστηκαν σ' αυτή πάνω από 250.000 άνδρες των συμμαχικών στρατευμάτων της Αντάντ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το 1912 ο J. F Fraser στο βιβλίο του …Salonica has its distinctions. Near the quay, where are the big hotels and boulevards and the surup-shipping and the horse tramcars is a touch of Europe… O Risal την ίδια εποχή έγραφε …Salonique devait etre grace a la internationalisation, une ville semplable a la Carthage antique ou la Venise de Moyenne Age et de temps modernes. Il serait le seuil de tout l’Europe centrale, la Grande escale, entre l’ Allemagne et Suez…Pour le voyageur presse qui passe, Salonique est une moderne Babel de races, de langues, de croyances, de coutoumes, d’ idees, de aspirations…
Ενώ από το 1875 υπήρχαν 14 συντεχνίες επαγγελματιών, εν τούτοις δεν υπήρχε συντεχνία ξενοδόχων. Στατιστικοί πίνακες επαγγελματιών που συντάχθηκαν με βάση τις εγγραφές μόνον των κοριτσιών που φοίτησαν το 1911 στη τότε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, απέδειξαν ότι από τους γονείς 777 κοριτσιών σύμφωνα με το επάγγελμα του πατέρα, υπήρχαν 10 ξενοδόχοι, δηλαδή ένα ποσοστό 1,28%. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι υπήρχαν τόσο λίγο ξενοδόχοι, αλλά μόνο το ποσοστό αυτό, είχε την οικονομική δυνατότητα να στείλει τις κόρες του στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της εποχής. Και οι ξενοδόχοι αυτό. ήταν οι ιδιοκτήτες των πολυτελών ξενοδοχείων της Προκυμαίας και του Φραγκομαχαλά.
Η μεγάλη κίνηση που δημιούργησαν τα ξενοδοχεία, είχε σαν αποτέλεσμα. να ανοίξουν θέατρα και κινηματογράφοι που έφερναν θιάσους από όλο τον κόσμο, να δημιουργηθούν πολλά cabarets και cafe chantants, να αφιχθούν μαζικά καλλιτέχνιδες απ' όλες τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και συνάμα να αυξηθεί κατακόρυφα η πορνεία, ιδίως από κοπέλες των ανώτερων κοινωνικά τάξεων. Και ενώ οι τελευταίες κυκλοφορούσαν ανενόχλητες στα λόμπυ και τα μπαρ των μεγάλοι ξενοδοχείων, οι κοινές ή οι Δημόσιες —όπως λέγονταν— ιερόδουλες, σύχναζαν στα μικρά και κακόφημα ξενοδοχεία που βρίσκονταν έξω από την Πύλη του Βαρδάρι και κοντά στο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Την περίοδο 1900-1912, απαγορεύονταν να κυκλοφορούν με τα πόδια στους δρόμους, εκτός από τη περίοδο της Αποκριάς. Για τη μετακίνηση τους χρησιμοποιούσαν άμαξες. Γνωστές έμειναν στην ιστορία της πόλης οι κυρίες Πολυξένη και Ζαφειριώ, που ήταν μαντάμες (διευθύντριες) στο Βαρδάρι, με τεράστια επιρροή σ' όλα τα μικρά και κακόφημα ξενοδοχεία της περιοχής. Η πορνεία γνώρισε μεγάλη άνθιση στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 1914-1917. Αυτή βέβαια ήταν και η αιτία που δημιουργήθηκαν μικρά ξενοδοχεία σε κάθε γωνιά της πόλης. Το 1915 η Θεσσαλονίκη είχε πάνω από 100 ξενοδοχεία και πανδοχεία, αριθμός ρεκόρ για την εποχή, αν σκεφτούμε πως σήμερα λειτουργούν περίπου 60, χωρίς να έχουν όλα την πολυτέλεια και τη φήμη που δημιούργησαν τα αντίστοιχα της Belle Epoque.
[Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισαγωγή από το βιβλίο Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, Χάνια, Πανδοχεία, Ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης 1875-1917, που εκδόθηκε στην Θεσσαλονίκη από την University Studio Press το 2003. Η μελέτη περιλαμβάνει πλήθος βιβλιογραφικών παραπομπών και σημειώσεων, οι οποίες στο κείμενο που δημοσιεύουμε έχουν παραληφθεί. Η παρούσα δημοσίευση έγινε με την άδεια του συγγραφέα].