Φέτος συμπληρώθηκαν 53 χρόνια από την υπογραφή της πρώτης (ΕΚΑΧ) εκ των ιδρυτικών συνθηκών της ΕΚ/ ΕΕ. Περισσότερο από μισός αιώνας επιτυχημένης και εξελίξιμης ευρωπαϊκής ενοποίησης, είναι μια πολύ καλή αφορμή για να εκτιμήσει κάποιος την απόφαση που έλαβε η (τότε) ελληνική πολιτική ηγεσία να κάνει την Ελλάδα μέλος αυτής της Υπερεθνικής Οντότητας. Η συμφωνία τελωνειακής σύνδεσης Ελλάδας- ΕΟΚ υπογράφηκε μόλις το 1961, αλλά η χώρα έγινε πλήρες μέλος ύστερα από μια εικοσαετία, λόγω αλλεπάλληλων κι έντονων κρίσεων του πολιτικού της βίου. Στα 23 αυτά χρόνια ευρωπαϊκής πορείας, η Ελλάδα διεκδίκησε, έχασε, κέρδισε, πέτυχε, άλλαξε περισσότερο κι από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια σύντομη επισκόπηση της πορείας αυτής, που ήταν αποτέλεσμα μιας επιλογής, η οποία σίγουρα καθόρισε τις τύχες πολλών γενεών Ελλήνων.
Λόγοι ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπήρξε αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες στιγμές της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους. Δεν ήταν τόσο η πολιτική επιλογή ενός διορατικού ηγέτη, όσο η ιστορική ανάγκη ενός ολόκληρου λαού. Οι λόγοι, λοιπόν, της ένταξης ήταν κάθε άλλο, παρά απλοί.
Ένας από τους σημαντικότερους (αν όχι ο κυρίαρχος) λόγους της ένταξης αφορούσε σε αυτή καθεαυτή την (νεοσύστατη) ελληνική δημοκρατία. Οι τραγικές μνήμες της εφτάχρονης δικτατορίας των Συνταγματαρχών ήταν ακόμη νωπές στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ο πολύπαθος ελληνικός λαός είχε βαθιά ανάγκη την εδραίωση ενός ουσιαστικού δημοκρατικού καθεστώτος, βασισμένου στα ιδεώδη της λαϊκής κυριαρχίας και του σεβασμού όλων των πολιτών, ανεξαρτήτου πολιτικού- και όποιου άλλου- φρονήματος. Η θεσμική λειτουργία ενός τέτοιου πολιτικού συστήματος θα μπορούσε να διασφαλιστεί με τον καλύτερο τρόπο στα πλαίσια μιας υπερεθνικής οργάνωσης, της οποίας θεμέλιο ήταν η Δημοκρατία και η ελεύθερη βούληση λαών και πολιτών.
Ένα άλλο ισχυρό κίνητρο για την ένταξη υπήρξε, αναμφίβολα, η ανάγκη στρατηγικής αναβάθμισης της χώρας. Η “επιθετική” Τουρκία, ειδικά μετά την κατάληψη μέρους της Κύπρου και την έναρξη μιας τακτικής καθημερινών παραβιάσεων και προκλήσεων στο Αιγαίο, ανάχθηκε σε μείζονα εθνικό κίνδυνο για τη “ζαλισμένη”, από την εφτάχρονη Χούντα, Ελλάδα. Η συμμετοχή της τελευταίας σ’ έναν Συνασπισμό Κρατών (ΕΚ) θεωρήθηκε ότι θα την ενίσχυε γεωπολιτικά, θεσμικά και νομικά, στα πλαίσια της σχεδιαζόμενης Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ). Εξάλλου, η συμμετοχή της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες της προσέδιδε κι ένα επιπλέον (διπλό) πλεονέκτημα: μετρίαζε την εξάρτησή της από την Υπερδύναμη ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ (στ’ οποίο συμμετείχε ήδη η Τουρκία).
Έπειτα, η ιδιότητα του κράτους--μέλους μιας υπερεθνικής οντότητας, όπως η ΕΚ, με πυρήνα της την οικονομική συνεργασία (ΕΟΚ) δημιουργούσε μια αξιοσέβαστη οικονομική δυναμική, ιδιαίτερα για τις ασθενέστερες ευρωπαϊκές χώρες. Η ελληνική οικονομία, σαφέστατα καθυστερημένη, μπορούσε να πετύχει την απαγκίστρωση και τον πολυπόθητο εκσυγχρονισμό, μόνο αν εκμεταλλευόταν την ιστορική ευκαιρία που της δόθηκε ως μέλος μιας μέλλουσας οικονομικής (υπερ)δύναμης.
Τέλος, η μετάβαση σε μια νέα εποχή με την αποδοχή --μέσω της ένταξης και των επιπτώσεών της στην καθημερινότητα του Έλληνα πολίτη-- του δυτικού τρόπου ζωής και δράσης, ικανοποιούσε την ανάγκη για πολιτισμική ανανέωση και αποσαφήνιση της πολιτισμικής ταυτότητας ολόκληρου του ελληνικού λαού.
Η πρώτη δεκαετία (1981- 1990)
Η πρώτη δεκαετία της Ελλάδας στην (τότε) Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήταν περίοδος πολιτικής κυριαρχίας του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος.
Κατά τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στην εξουσία της χώρας, το ΠΑ.ΣΟ.Κ., το οποίο ως αντιπολίτευση είχε καταψηφίσει τη συμμετοχή της Ελλάδας ως πλήρους μέλους στην ΕΚ, κράτησε μια αρκετά επιφυλακτική στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αποτέλεσμα αυτής της επιφυλακτικότητας ήταν να ασκήσει η ελληνική κυβέρνηση το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) σε θέματα Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ), γεγονός που προκάλεσε διεθνή δυσφορία.
Παράλληλα, όμως, η ελληνική κυβέρνηση επεδίωξε να εκμεταλλευτεί την ιδιότητα του κράτους μέλους της Κοινότητας, προκειμένου ν’ αποκομίσει οικονομικά οφέλη και ν’ αναβαθμίσει τη διεθνή εικόνα της χώρας. Έτσι, το Μάρτη του 1982, η σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. υπέβαλε υπόμνημα, με το οποίο ζητούσε, αφενός την εφαρμογή κοινοτικών αποκλίσεων- ειδικών καθεστώτων (αναφορικά με τα κρατικά μονοπώλια και τις σχέσεις Κράτους- Κοινωνίας), αφετέρου οικονομική υποστήριξη για την “αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας”. Το μεν πρώτο αίτημα απορρίφθηκε, το δε δεύτερο έγινε δεκτό και οδήγησε, το 1985, στην έγκριση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ), μέσω των οποίων διατέθηκαν στην Ελλάδα, από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, πόροι ύψους άνω των 2 δισ. ECU (Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων). Με τα προγράμματα αυτά εγκαινιάστηκε, στην πράξη, η νέα διαρθρωτική πολιτική της Ε.Κ.(“πακέτα Delors”).
Η υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, το Φεβρουάριο του 1986, την οποία κύρωσε το ελληνικό Κοινοβούλιο, σηματοδοτούσε τη δημιουργία μιας Ενιαίας εσωτερικής αγοράς κι έθετε τα θεμέλια μιας πολιτικής ενοποίησης της Γηραιάς Ηπείρου, με τη συμμετοχή και της Ελλάδας.
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετέβαλε οριστικά τις θέσεις της, υποστηρίζοντας πλέον όλο και θερμότερα, όχι μόνο την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά και την προοπτική μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας. Στη μεταστροφή αυτή συνέβαλε και η εκδήλωση ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος εκ μέρους της γείτονος Τουρκίας μετά το 1986, και η συνακόλουθη συνειδητοποίηση της διαπραγματευτικής υπεροχής μιας βαθιά “ευρωπαϊκής” Ελλάδας, σε αντίθεση μ’ εκείνη μιας αντίστοιχης απομονωμένης από τις διεθνείς κι ευρωπαϊκές εξελίξεις και ζυμώσεις. Για τον ίδιο λόγο, η Ελλάδα υπέβαλε, το Φεβρουάριο του 1987, αίτημα για προσχώρηση στη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.
Η δεύτερη δεκαετία (1990- 2000)
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κυβέρνηση στην Ελλάδα ήταν και πάλι- μετά από 10 χρόνια- η Νέα Δημοκρατία, υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η παράταξη, που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, και που οδήγησε τη χώρα στην ΕΚ, δεν μπορούσε, παρά να παραμείνει συνεπής στον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό. Για το λόγο αυτό, προσπάθησε να παρέμβει ενεργά στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, υποβάλλοντας ένα υπόμνημα για την πολιτική ένωση. Τον Οκτώβριο του 1990 η Ελλάδα προσχώρησε- στη Ρώμη- στη Συμφωνία των “11”, για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).
Το Φεβρουάριο του 1992 υπογράφηκε, ανάμεσα στα 12 κράτη μέλη της κοινότητας και τα 5 της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), η περίφημη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που ίδρυε την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την 1η Ιανουαρίου 1993, χρόνος έναρξης της εφαρμογής της, η Συνθήκη του Μάαστριχτ καθιέρωνε έναν ευρωπαϊκό χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, με ελεύθερη μετακίνηση πολιτών κι εμπορευμάτων. Η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς ωφέλησε, μέσα στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού, τις φτωχότερες χώρες, όπως η Ελλάδα. Την ίδια περίοδο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που το 1988 είχε αποφασίσει το διπλασιασμό των διαρθρωτικών ταμείων της (τότε) Κοινότητας, ενέκρινε το λεγόμενο “πακέτο Delors II”. Πρακτικά, αυτό περιλάμβανε τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων μαζί με τους πόρους του Ταμείου Συνοχής (κι αυτό ιδρύθηκε το 1993) και αποτελούσε οικονομική ενίσχυση προς τις φτωχότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία) για το 1993- 1994, ύψους διπλάσιου από εκείνο του πρώτου “πακέτου Delors”.
Το 1993 η Ελλάδα έγινε το δέκατο μέλος της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η οποία, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, καθίστατο “αναπόσπαστο μέρος και αμυντική συνιστώσα” της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αξία αυτής της προσχώρησης δεν ήταν τόσο πρακτικού χαρακτήρα (αμυντική θωράκιση)- τουλάχιστον σ’ εκείνη τη χρονική περίοδο- όσο θέμα ευρωπαϊκού γοήτρου, αφού δε γινόταν να μην συμμετέχει η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ, και να συμμετέχει (έστω και ως συνδεδεμένο κράτος) η Τουρκία.
Επίσης, το 1993 υπήρξε για την Ελλάδα έτος κυβερνητικής αλλαγής, αφού, μετά την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και τις εθνικές εκλογές, την εξουσία ανακατέλαβε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Η νέα κυβέρνηση, υπό τον γηραιό, πλέον, Α. Παπανδρέου συνέχισε την ευρωπαϊκή πολιτική της προηγούμενης. Όμως, ορισμένα “αγκάθια” στις σχέσεις με τη FYROM και την Αλβανία, κατά την περίοδο 1994-95, εμπόδισαν την Ελλάδα να διαδραματίσει έναν ενεργότερο ρυθμιστικό ρόλο στα ευρύτερα Βαλκάνια και σε σχέση με το ζήτημα της επικείμενης ένταξης, στην ΕΕ, των χωρών της Νοτιανατολικής Ευρώπης. Από το 1996, η κυβέρνηση του Κ. Σημίτη, έχοντας απαγκιστρωθεί από πολλά από τα τρέχοντα εμπόδια της εξωτερικής πολιτικής, εφήρμοσε ίσως την πιο φιλοευρωπαϊκή πολιτική ελληνικής κυβέρνησης, κατορθώνοντας, ταυτόχρονα, να αποκομίσει σημαντικά οφέλη για την ίδια την Ελλάδα.
Στη Διακυβερνητική Διάσκεψη του Τορίνο το Μάρτιο του 1996, η οποία οδήγησε στην Συνθήκη του Άμστερνταμ, τον Ιούνιο του 1997, η Ελλάδα πέτυχε τη μεγιστοποίηση των ελληνικών συμφερόντων και θέσεων. Με το υπόμνημά της στη Διακυβερνητική, η ελληνική κυβέρνηση συμπεριέλαβε ουσιαστικές προτάσεις για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (π.χ. ενίσχυση του ρόλου του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου), καθώς και ευνοϊκούς για την Ελλάδα στόχους της ΚΕΠΠΑ, όπως η προστασία των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών μελών, αλλά και δέσμες μέτρων για την ανάπτυξη νησιωτικών περιοχών, τη θέσπιση πολιτικών μέτρων για τον τουρισμό, το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.α.
Παράλληλα, η κυβέρνηση Σημίτη αναγκάστηκε να εφαρμόσει ένα αυστηρό πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής (λιτότητας), για να επιτευχθεί η “σύγκλιση” με τα “κριτήρια Μάαστριχτ” (μείωση πληθωρισμού, επιτοκίων, ελλειμμάτων, εξωτερικού χρέους), με απώτερο στόχο την πλήρη συμμετοχή της χώρας στην τρίτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Στο τέλος της δεκαετίας, το Δεκέμβριο του 1999, στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε να ενισχύσει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, καθιστώντας τα ελληνοτουρκικά προβλήματα ευρωπαϊκά ζητήματα.
Ελλάδα κι Ευρωπαϊκή Ένωση στον 21ο αιώνα
Η νέα χιλιετία βρήκε την Ελλάδα μια από τις χώρες του “σκληρού πυρήνα” της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη πέτυχε τον σκοπό της. Από την 1η Ιανουαρίου 2002 η Ελλάδα είναι πλήρες μέλος της ΟΝΕ, υιοθετώντας το Ευρώ, ταυτόχρονα με τις άλλες 11 χώρες μέλη. Πρόκειται για ένα τεράστιο βήμα στον ευρύτερο εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, που σε συνδυασμό με τα 17 τρις δρχ. του τρίτου κοινοτικού πλαισίου στήριξης (Γ’ ΚΠΣ), θα δώσουν- μακροπρόθεσμα- μια σημαντική ώθηση στην ελληνική οικονομία.
Στις 26 Φεβρουαρίου 2001 υπογράφηκε, μεταξύ των 15 της Ένωσης, η Συνθήκη της Νίκαιας. Η Συνθήκη αυτή αποτέλεσε αναθεώρηση όλων των ιδρυτικών συνθηκών της ΕΚ και της ΕΕ, πρόσθεσε έναν σημαντικότατο λίθο στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και- αφού κυρώθηκε απ’ τα εθνικά κοινοβούλια των χωρών μελών- άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2003.
Η Ελλάδα, μετά την κυβερνητική αλλαγή του Μαρτίου 2004 και την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, υπό τον Κώστα Καραμανλή, συνέχισε να συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και στην ομοσπονδιακή προοπτική της Ευρώπης, μέσω της έγκρισης του ευρωπαϊκού Συντάγματος, ενισχύοντας κατά το μέγιστο δυνατό τα ελληνικά συμφέροντα.
Το Μάιο του 2004 η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνθηκε με τη συμμετοχή 10 νέων χωρών. Η συμπερίληψη, της Κύπρου στις χώρες αυτές συνιστά εκπλήρωση ενός από τους κυριότερους στόχους της ελληνικής εξωτερικής (ευρωπαϊκής) πολιτικής.
Αποτίμηση
Είναι, πραγματικά, πολλά τα οφέλη της Ελλάδας από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση.
Το ελληνικό κράτος εκσυγχρονίστηκε σημαντικά. Από μία από τις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης, αυτή τη στιγμή συγκαταλέγεται στον κεντρικό πυρήνα της. Με τους τεράστιους πόρους, οι οποίοι εισέρευσαν- όλ’ αυτά τα χρόνια- από τα κοινοτικά ταμεία, η Ελλάδα άλλαξε μορφή. Μεταβλήθηκε σ’ ένα σύγχρονο δυτικό κράτος με ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς και δυναμική οικονομία, αρκετά πιο ευέλικτη γραφειοκρατία και ισχυρούς περιφερειακούς μηχανισμούς (ΟΤΑ). Η επίμονη προσπάθεια σύγκλισης της οικονομίας, για την είσοδο στην τρίτη φάση της ΟΝΕ, είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του εθνικού χρέους, του δημόσιου ελλείμματος και του πληθωρισμού. Η δημοσιονομική διαχείριση βρίσκεται, πλέον, σε τροχιά βελτίωσης. Το βιοτικό επίπεδο έχει αναβαθμιστεί σημαντικά και λόγω της εισαγωγής νέων τεχνολογιών και μεθόδων παραγωγής. Η αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών αλλά κι επιχειρήσεων ελευθερώθηκε- με την εισαγωγή του Ευρώ- από το καθεστώς διαρκούς απειλής των κερδοσκόπων. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) σημείωσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 --μέσω των κοινοτικών “πακέτων” και πλαισίων στήριξης-- ραγδαία αύξηση.
Μια γενικότερη δυναμική χαρακτηρίζει πλέον το ελληνικό κράτος. Από την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και προϊόντων μέχρι τον τουρισμό και την εμπορική Ναυτιλία. Η πρόσφατη διεύρυνση και το άνοιγμα της ΕΕ στις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, πολλές από τις οποίες διαθέτουν ισχυρούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους, εγκαινιάζει μια νέα εποχή και για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, η προοπτική μιας- πρακτικά- Ευρασίας (κατά το Ζ. Μπρεζίνσκι) και η σύνδεση με τον Εύξεινο Πόντο ενισχύει ακόμη περισσότερο τη γεωπολιτική αξία της Ελλάδας.
Εξάλλου, ένα συναφές ζήτημα με τα προηγούμενα είναι κι αυτό της εθνικής ασφάλειας. Ο ελληνικός λαός έχει, πλέον, μια ουσιαστική αίσθηση αυτοπεποίθησης και ασφάλειας, κάτι που- λόγω της ταραχώδους ιστορίας του- το χρειαζόταν απελπισμένα. Η εδαφική ακεραιότητα, αλλά και όλα τα κυριαρχικά διεθνή δικαιώματα της Ελλάδας στα πλαίσια μιας ισχυρής ομοσπονδιακής Ευρώπης, είναι εξασφαλισμένα. Για αυτόν, ακριβώς, το λόγο συμφέρει στην Ελλάδα να επιδιώξει- στο μερίδιο ευθύνης της- και την πολιτική ένωση των ευρωπαϊκών κρατών, απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας ισχυρής Ευρώπης.
Η Ευρώπη του 21ου αιώνα είναι, αναμφίβολα, μια ανερχόμενη δύναμη στο παγκόσμιο στερέωμα. Μια τέτοια προοπτική αποτελεί εγγύηση ευημερίας (και) του ελληνικού λαού.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ